ΟΙ ΦΩΛΕΣ ΚΑΙ Η ΤΙΜΩΡΙΑ

Ιστορίες από τα παλιά χρόνια.

ΟΙ ΦΩΛΕΣ ΚΑΙ Η ΤΙΜΩΡΙΑ

Δημοσίευσηαπό vangelisk » 05 Απρ 2008, 18:46

Ήτανε Μάρτης του 1966 και δάσκαλος στο χωριό μας ήτανε ο Θεοχάρης από τις Μέλαμπες.
Εκείνα τα χρόνια, τα δημοτικά σχολεία δεν είχανε συνεχές ωράριο. Κάνανε μάθημα πρωί – απόγευμα με κάποιες ώρες διακοπή για μεσημεριανό φαγητό και ξεκούραση.
Επειδή τα ρολόγια ήτανε είδος υπερπολυτελείας, το «προσκλητήριο» για το σχολείο το έδινε η καμπάνα της εκκλησίας.
Ένα μεσημέρι κάποιου Σαββάτου του Μάρτη, λοιπόν, ο Αντώνης του Θοδωροηλία προτείνει στο Μανώλη του Κρασά και τον Βαγγέλη του Κουμεντά να πάνε στα Μουργιά να ψάξουνε για να βρούνε φωλές (φωλιές) κοτσυφιών.
- Μα, το απόγευμα έχομε σκολειό, του απαντήσανε οι άλλοι.
- Δεν πειράζει, θα πάμε κοντά και όταν παίξει η καμπάνα προλαβαίνουμε να ‘ρθουμε, τους λέει ο Αντώνης.
Ο Αντώνης, λοιπόν, με αυτό τον τρόπο πείθει τους άλλους δυο να πάνε μαζί τους στις φωλές.
Κάποια στιγμή, μετά από ώρες περιπλάνησης, τα τρία παιδιά διαπιστώνουν ότι βραδιάζει και καμπάνα δεν είχαν ακούσει.
- Όφου, έπαιξε νε η καμπάνα και δεν την ακούσαμε, λένε.

Τρέχοντας, πηγαίνουν στο σχολείο και διαπιστώνουν ότι πραγματικά τα άλλα παιδιά ήταν μέσα και κάνανε μάθημα!
- Τι κάνουμε τώρα, αναρωτιούνται; Να μπούμε μέσα και στο δάσκαλο που θα πούμε ότι ήμασταν;
- Καλύτερα να μην μπούμε καθόλου σήμερα, να το σκεφτούμε και τη Δευτέρα που θα έχουμε ξανά μάθημα θα έχουμε βρει τη λύση, αποφάσισαν. Έτσι και έγινε. Περίμεναν κρυμμένα έξω από το σχολείο για να σχολάσουν τα άλλα παιδιά και να τα ρωτήσουν τι είπε ο δάσκαλος για την απουσία τους.

Πράγματι, μετά από κάποια ώρα σχόλασαν τα άλλα παιδιά και αμέσως οι τρεις άρχισαν να τα ρωτούν:

- Τι είπε ο δάσκαλος που λείπαμε;
- Ρώτησε που ήσασταν και κάποιος του απάντησε πως σας άκουσε να λέτε ότι θα πάτε στις φωλές.

- Αμάν, το έμαθε ο δάσκαλος πως πήγαμε στις φωλές και χάσαμε το μάθημα! Τι κάνουμε τώρα; άρχισαν να προβληματίζονται έντονα τα τρία παιδιά. Το ξύλο αποκλείεται να το γλυτώσουμε! Ο δάσκαλος σίγουρα θα μας δείρει τη Δευτέρα!

Από το Σάββατο το απόγευμα μέχρι και την Κυριακή το βράδι άρχισε πυρετός διαβουλεύσεων και συζητήσεων μεταξύ των τριών παιδιών, όχι για το ποια δικαιολογία θα βρουν στο δάσκαλο για την απουσία τους, αλλά για το πόσες ραβδές θα φάνε στα χέρια και τι μπορεί να κάνουνε για να πονέσουν λιγότερο.

- Εγώ, προτείνω, λέει ο Μανώλης, να πάμε στου Μηναλή του Χαράλαμπου, να βγάλουμε από τα κυπαρίσσια την κόλλα (το ρετσίνι δηλαδή), να τη βράσουμε, να τη λιώσουμε και να την απλώσουμε στα χέρια μας. Με αυτό τον τρόπο θα πονάμε λιγότερο από τις ραβδές του δασκάλου και επιπλέον η βέργα θα κολλά στα χέρια μας και θα δυσκολεύεται ο δάσκαλος να τη σηκώνει για να παίρνει φόρα να μας δέρνει.

- Δεν είναι καλή ιδέα, λέει ο Βαγγέλης. Άσε που η κόλλα είναι μαύρη, θα φαίνεται και θα το πάρει χαμπάρι ο δάσκαλος, αλλά μετά πώς θα τη βγάλομε από τα χέρια μας. Αν είναι να βάλομε κόλλα, συνεχίζει, καλύτερα είναι τα πάρομε γλειφιτζούρια, να τα λιώσουμε και να απλώσουμε στα χέρια μας. Τα γλειφιτζούρια είναι διαφανή, δεν φαίνονται και δεν θα το πάρει χαμπάρι ο δάσκαλος, κολλάνε το ίδιο με την κόλλα των κυπαρισσιών, επιπλέον, με λίγο νερό καθαρίζουν τα χέρια.

Τελικά, υπερίσχυσε η γνώμη του Βαγγέλη και τα τρία παιδιά, από τις λιγοστές οικονομίες που είχανε, πήγαν στο καφενείο και αγόρασαν από δύο γλειφιτζούρια «Κοκοράκια» ο καθένας, ένα για κάθε χέρι.

Καθώς όμως βρισκότανε στην διαδικασία να βράσουνε τα γλειφιτζούρια για να τα λιώσουνε και να τα απλώσουνε στα χέρια τους, δεν άντεξαν στον πειρασμό και τα …έφαγαν!

Έτσι, λοιπόν, τα τρία παιδιά «απροστάτευτα» πήγαν τη Δευτέρα το πρωί στο σχολείο για να αναλάβουν τις ευθύνες τους.

Εκείνη η Δευτέρα, μετά από τόσα χρόνια, έχει μείνει και στα τρία παιδιά αξέχαστη. Ήτανε η μέρα που φέρανε στο σχολείο τα καινούργια θρανία, αυτά με τη φορμάικα, μια βροχερή μέρα του Μάρτη του πεντάγνωμου που από το πολύ κρύο τα νύχια των παιδιών είχαν μελανιάσει.

Αφού, λοιπόν, ο δάσκαλος έβαλε τα παιδιά να τακτοποιήσουν τα καινούργια θρανία με τη φορμάικα, έγινε η πρωινή προσευχή και οι μαθητές κάθισαν στις θέσεις τους, αρχίζει η ώρα της κρίσεως:

-Αντώνη, Μανώλη, Βαγγέλη ελάτε εδώ, λέει ο δάσκαλος.

Σηκώνονται τα τρία παιδιά και πηγαίνουν προς την έδρα, εκεί που τα κάλεσε ο δάσκαλος.

- Γιατί δεν ήρθατε το Σάββατο το απόγευμα στο μάθημα; ρωτάει ο δάσκαλος.

- Είχαμε πάει στις φωλιές, κύριε, και δεν ακούσαμε την καμπάνα, απαντούν και οι τρεις με μια φωνή.

- Στις φωλιές; συνεχίζει ο δάσκαλος. Ανοίξετε και οι τρεις τα χέρια σας για να μάθετε να μην το ξανακάνετε.

Χωρίς αντιλογία ανοίγουν και τα τρία παιδιά τα χέρια τους και περιμένουν την «εκτέλεση» της ποινής!

Πέντε φορές, με όλη του τη δύναμη, ανεβοκατέβασε ο δάσκαλος την ξύλινη βέργα στα μελανιασμένα από το κρύο, τρυφερά χεράκια καθενός από τα τρία παιδιά προκειμένου να τα συνετίσει.

Ακόμη και σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, ο Μανώλης ισχυρίζεται ότι από τον πόνο στην κυριολεξία … κατουρήθηκε!
vangelisk
 
Δημοσιεύσεις: 611
Εγγραφή: 24 Αύγ 2007, 12:26
Τοποθεσία: Ρέθυμνο

Επιστροφή στο Ιστορίες

Μέλη σε σύνδεση

Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση: Δεν υπάρχουν εγγεγραμμένα μέλη και 6 επισκέπτες

cron