Είναι χειμώνας, βεντέμα στις ελιές και το ελαιουργείο του Μάκη του Γαρμπή δουλεύει ολημερίς να εξυπηρετήσει την παραγωγή του ελαιόκαρπου.
Ένα βράδυ, ο Μάκης φορώντας μια χλαίνη που σουρώνει το λάδι κάθεται στο καφενείο και μαζί με άλλους παίζει πρέφα.
Δίπλα του κάθεται ο Σήφης του Αντρουλή και παρακολουθεί το παιγνίδι.
Σε κάποια στιγμή ο Σήφης αποκοιμάται στην καρέκλα και, κρασισμένος καθώς είναι, εκτοξεύει μια λαρουγγιά εμετό κατευθείαν στη λαδωμένη χλαίνη του Μάκη.
Ο Μάκης σηκώνεται ατάραχος, με αργές κινήσεις τινάζει με το χέρι του τον εμετό από πάνω του και πολύ ήρεμα λέει στο Σήφη:
- Μπρε ανήψιο, ήντα σου ‘κανα; Χρωστώ σου και δεν το κατέω;
Φυσικά ο Σήφης δεν απαντά. Σηκώνεται και φεύγει ντροπιασμένος.