Τα χρόνια τα παλιά, τα δύσκολα, το ρυζόγαλο ήτανε το συνηθισμένο βραδινό φαγητό των κατοίκων του χωριού, ιδιαίτερα το καλοκαίρι.
Ο Γιώργης, όμως, παρ’ όλες τις προσπάθειες της μητέρας του, με τίποτα δεν ήθελε να το φάει.
Ένα βράδυ την ώρα του φαγητού βρέθηκε σε ένα γειτονικό σπίτι.
- Έλα Γιωργιό να φάμε, του λένε.
Πλησιάζει στο τραπέζι ο Γιώργης, αλλά μόλις βλέπει το ρυζόγαλο φεύγει.
- Όχι, δεν θέλω. Εγώ δεν τρώγω το ρυζόγαλο, λέει.
- Ποιο ρυζόγαλο, του λένε. Αυτό είναι γαλόρυζο, δεν είναι ρυζόγαλο. Έλα να δοκιμάσεις.
Πραγματικά πλησιάζει ο Γιώργης στο τραπέζι, δοκιμάζει το γαλόρυζο, το βρίσκει υπέροχο και τρώει όλο το πιάτο που του βάλανε.
Όταν γύρισε στο σπίτι του, λέει στη μάνα του:
- Πήγα στο τάδε σπίτι κι έφαγα γαρόλυζο. Έ, το παντέρμο ονόστιμο. ¶λλη φορά θα μου ψήνεις γαλόρυζο κι όχι ρυζόγαλο.