Ο Μάκης ο Γαρμπής είχε εγκαταστήσει ελαιουργείο στο χωριό, στην πλατεία, στο ισόγειο του σπιτιού του.
Κάποια στιγμή ένα μηχάνημα χτύπησε έναν εργάτη στο πρόσωπο, ο οποίος βγαίνει τρέχοντας έξω από το ελαιουργείο, στην πλατεία, με το πρόσωπό του γεμάτο αίματα.
Μόλις τον είδαν οι άλλοι χωριανοί από τα απέναντι καφενεία έτρεξαν να τον δουν πως μπορούν να τον βοηθήσουν.
Ο Μάκης συνεχίζει να κάθεται στην καρέκλα του στο καφενείο και ατάραχος λέει:
- Προσέχετε κακορίζικα. Αυτά είναι μηχανήματα, σκοτώνουνε, δεν τραυματίζουνε.