ΟΙ ΦΩΛΕΣ

Ιστορίες από τα παλιά χρόνια.

ΟΙ ΦΩΛΕΣ

Δημοσίευσηαπό vangelisk » 05 Απρ 2008, 12:14

Πριν μερικές δεκαετίες στο χωριό μας δεν υπήρχαν ούτε μπάλες, ούτε τηλεοράσεις, ούτε και ηλεκτρονικά παιγνίδια.

Τα παιδιά του χωριού έπρεπε να βρίσκουν άλλους τρόπους να διασκεδάζουν και να περνούν τις ελεύθερες ώρες του. Ποιες ελεύθερες ώρες, δηλαδή, που όταν δεν είχαν σχολείο έπρεπε να βοηθήσουν τους γονείς τους στις αγροτικές τους. Ασχολίες.

Η διασκέδαση των αγοριών κατά την Άνοιξη και ιδιαίτερα τον μήνα Μάρτιο ήταν οι «φωλές», η ανακάλυψη και ο εντοπισμός δηλαδή των φωλιών που φτιάχνανε τα πουλιά για να γεννήσουν τα αυγά τους και να εκκολάψουν τα μικρά τους.

Για τον χρονικό προσδιορισμό μάλιστα της περιόδου που ξεκινούσαν τα πουλιά να γεννούν τα αυγά τους υπήρχε και μια μαντινάδα που έλεγε:

Τσι δεκατρείς του Φλεβαριού τα πουλάκια ζευγαριούν,
τσ’ εφτά, τσ’ οκτώ του Μάρτη η φωλιά είναι γεμάτη.

Το «κυνήγι» των φωλιών δεν αφορούσε όλα τα πουλιά. Περιοριζότανε στα κοτσύφια, τσι κοτσυφούς, όπως τους έλεγαν.

Μόλις τέλειωνε το σχολείο ή την Κυριακή που δεν είχαν μάθημα, τα παιδιά ξεκινούσαν για το «κυνήγι».

Οι περιοχές που προσφερότανε για εξερεύνηση, δηλαδή που ήταν κοντά στο χωριό και με κατάλληλη βλάστηση για να μπορούν τα πουλιά να φτιάχνουν τις φωλιές τους, ήταν οι τοποθεσίες Κεφάλια και Μουργιά.

Κάθε πρωί στο σχολείο τα αγόρια καμάρωναν και συναγωνίζονταν μεταξύ τους ποιο βρήκε τις περισσότερες φωλιές.

Ο αριθμός των φωλιών που έβρισκε ο καθένας ήταν «κατά δήλωσή του», μιας και δεν υπήρχε μηχανισμός «εξακρίβωσης».

Τώρα, θα μου πείτε, τις φωλιές τι τις κάνανε;

Η απάντηση είναι απλή: Τίποτα ή σχεδόν τίποτα. Δηλαδή, κάθε «κυνηγός» έπρεπε να περνά τακτικά από τη φωλιά να βλέπει την εξέλιξή της με κίνδυνο οι μάνες να ενοχληθούν, να θεωρήσουν ότι κινδυνεύουν και να την εγκαταλείψουν.

Εάν οι μάνες δεν εγκατέλειπαν τη φωλιά τους και εκκόλαπταν τα αυγά τους, οι «κυνηγοί» έπρεπε να παρακολουθούν τα μικρά γυμνά πουλάκια, τους γδυμνόκωλους, όπως τους έλεγαν, πότε θα μεγαλώσουν και θα έχουν την κατάλληλη ανάπτυξη για «σφάξιμο».

Συνήθως τα μικρά πουλάκια δεν τους έκαναν αυτή τη «χάρη», γιατί ενώ οι «κυνηγοί» τα περίμεναν να μεγαλώσουν λίγο ακόμη, αυτά μια ωραία πρωία «ξεπετούσαν», δηλαδή εγκατέλειπαν τη φωλιά γιατί είχαν μεγαλώσει αρκετά και μπορούσαν να πετάξουν.

Τα «άτυχα» πουλάκια που δεν προλάβαιναν να πετάξουν μαγειρευότανε στο τηγάνι με αυγά.

Κάποιοι κατά καιρούς προσπάθησαν να διατηρήσουν κοτσυφάκια σε κλουβιά, αλλά τα πουλιά αυτά δεν αντέχουν την αιχμαλωσία και ψοφούσαν.

Κάποιες φορές τα παιδιά εφάρμοζαν και μια τεχνική για να πιάσουν ζωντανές τις μάνες μέσα στη φωλιά και να τις βάλουν στο κλουβί. Όσες φορές είχε επιτυχία αυτή η τεχνική, άλλες τόσες φορές τα πουλιά μετά από λίγο διάστημα ψοφούσαν από μαρασμό.

Η τεχνική αυτή της «αιχμαλωσίας» γινόταν ως εξής:

Η μια άκρη του σπάγκου δενότανε σε ένα ζωηρό κλαδί δίπλα στη φωλιά. Στη συνέχεια σχηματιζότανε μια θηλιά γύρω – γύρω στο εσωτερικό της φωλιάς και ο υπόλοιπος σππαγκος απλωνότανε σε αρκετή απόσταση μακριά από τη φωλιά.

Ο στόχος είναι, όταν η μάνα καθίσει στη φωλιά για να ζεστάνει τα αυγά της, τραβάμε απότομα την ελεύθερη άκρη του σπάγκου, ο σπάγκος τεντώνεται, η θηλιά που υπάρχει μέσα στη φωλιά σφίγγει και «αιχμαλωτίζει» το πουλί από τα πόδια.

Για την ιστορία, κατά τη δεκαετία του 1960 ως μεγαλύτερος «φωληδάς» του χωριού θεωρούνταν ο Βαγγέλης του Γκιουλά με δεύτερο τον Μανώλη του Κρασά.
vangelisk
 
Δημοσιεύσεις: 607
Εγγραφή: 24 Αύγ 2007, 12:26
Τοποθεσία: Ρέθυμνο

Επιστροφή στο Ιστορίες

Μέλη σε σύνδεση

Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση: Δεν υπάρχουν εγγεγραμμένα μέλη και 2 επισκέπτες

cron