ΤΟ ΤΡΑΓΙΚΟ ΤΕΛΟΣ

Ιστορίες από τα παλιά χρόνια.

ΤΟ ΤΡΑΓΙΚΟ ΤΕΛΟΣ

Δημοσίευσηαπό vangelisk » 18 Απρ 2008, 21:04

Ήταν ένα ηλιόλουστο πρωινό του Απρίλη και ο Γιώργης μόλις είχε καθίσει στο Γραφείο του. Κρατούσε με το ένα χέρι ένα φλιτζάνι καφέ, προσπαθώντας να ανοίξουν τα μάτια του, και με το άλλο ένα στυλό προσπαθώντας να προγραμματίσει τις εργασίες που έπρεπε να κάνει την καινούργια μέρα.

Εκείνη την ώρα, με την τσίμπλα στο μάτι, χτυπά το υπηρεσιακό τηλέφωνο.
- Ναι, απαντά ο Γιώργης.
- Γιώργη, παιδί μου, πού είσαι; ακούγεται από την άλλη άκρη του τηλεφώνου μια φωνή.
- Ήντα, που ‘μαι, μπρε μάνα; Δεν γατές που πήρες τηλέφωνο; Απαντά ο Γιώργης.
- Γιώργη, παιδί μου, γλάκα, συνεχίζει η μάνα του.
- Ήντα συμβαίνει μάνα, ανταπαντά τρουλαφιασμένος ο Γιώργης.
- Ο παντέρμος ο γάιδαρος, παιδί μου, απού είχαμε στο Κεφάλι του παππού σου, οι διάολοι του δώσανε και τσούρησενε.
- Ήντα έπαθενε; Από πού τσούρησενε; ρωτά ο Γιώργης.
- Ίδια στην γωνία απού είναι στο σώχωρο και στο σπίτι του παππού σου, εκειά που είναι η καρέ. Από εκειά ετσούρησενε κι έπεσενε ο παντέρμος καταμεσίς στον άσφαλτο. Πρέπει πως έχουνε σπάσει και τα δυο μπροστινά του πόδια γιατί δεν μπορεί να σηκωθεί και δεν μπορούνε και τα αυτοκίνητα να περνούνε. Γι’ αυτό, γλάκα, παιδί μου, να ‘ρθεις να δεις ήντα θα τονε κάμεις;

Κρύος ιδρώτας έλουσενε το Γιώργη με το άκουσμα της είδησης. Με κινηματογραφική ταχύτητα πέρασε από μπροστά του ολόκληρη η ζωή του γαϊδάρου τους. Ο καημένος ο ψαρός γαϊδουράκος, ηλικίας πάνω από τριάντα χρονών, και τι δεν είχε προσφέρει στην οικογένειά τους!! Από το έτος 1990 τον χρησιμοποιούσε ο πατέρας του να πηγαίνει καβαλάρης στο αμπέλι στα Ποτάμια, να κουβαλά τις ελιές από τα Γυράμπελα, το γάλα των προβάτων από τον Πήγαδο. Τα τελευταία χρόνια, μετά που αρρώστησε ο πατέρας του, ο γαϊδουράκος δεν χρειαζότανε στην οικογένεια. Όμως, δεν πήγαινε η καρδιά τους να τον αποχωριστούνε. Άστονε, λέγανε. Ας φάει κι αυτός ο κακομοίρης ξεκούραστο ψωμί. Άλλωστε, τι απαιτήσεις είχε; Λίγα χόρτα και λίγο νερό. Κι όμως, παρόλο που ο γαϊδουράκος «συνταξιοδοτήθηκε» συνέχιζε να προσφέρει στην οικογένεια. Μόλις μεγάλωσαν και τα παιδιά του Γιώργη, η χαρά τους ήταν να πάνε στο χωριό να καβαλικέψουν το γάιδαρο του παππού και να κάνουνε βόλτες. Αυτός ο γαϊδουράκος ήτανε αιτία και αφορμή κι αγαπήσανε τα παιδιά του Γιώργη την ιππασία, αγοράσανε γιοργαλίδιο άλογο και παίρνουνε μέρος σε εκδηλώσεις και αγώνες που διοργανώνονται.

Απορροφημένος στις σκέψεις του καθώς ήτανε ο Γιώργης δεν άκουγε αυτά που του έλεγε η μάνα του στο τηλέφωνο.

-Γιώργη μ’ ακούς; έλεγε και ξανάλεγε η μάνα του.

Κάποια στιγμή ο Γιώργης συνήλθε και λέει στη μάνα του.

-Ναι μάνα, σ’ ακούω. Ηρέμησε. Θα ‘ρθω αμέσως στο χωριό και θα δω ήντα θα κάμω.

Τι μπορούσε να κάνει όμως; Αρχίζει να παίρνει τηλέφωνο διάφορους κτηνίατρους στο Ρέθυμνο και να τους ρωτά τι μπορεί να γίνει.

-Καημένε, του λένε, δεν μπορούμε να σου κάμομε τίποτα. Ο γάιδαρος κανονικά θέλει να μπει σε ειδική κλινική, να του γίνουν ακτινογραφίες, να του κάνουν εξετάσεις να δούνε τι ζημιά έχει πάθει και τι μπορεί να του κάνουνε. Αλλά, δυστυχώς, στην Ελλάδα τέτοια πράματα δεν υπάρχουνε.

-Καλά, ρωτά ο Γιώργης, δεν υπάρχει ένα κέντρο περίθαλψης για γαϊδάρους; Για χελώνες υπάρχει, για πουλιά υπάρχει, για γαϊδάρους, που κι αυτοί είναι είδος υπό εξαφάνιση (οι τετράποδοι γιατί οι δίποδοι αυξάνονται και πληθαίνονται) είναι δυνατόν να μην υπάρχει;

-Από όσα ξέρουμε, δεν υπάρχει, του απαντούνε οι κτηνίατροι.

Σκέφτεται ο Γιώργης, ξανασκέφτεται πως μπορεί να μάθει αν υπάρχει τέτοιο κέντρο. Ξαφνικά θυμάται ότι ο Σύλλογος για την προστασία της θαλάσσιας χελώνας λέγεται ΑΡΧΕΛΩΝ. Μπαίνει, λοιπόν, στο internet, ανοίγει τη σελίδα του γκούγκλη και πληκτρολογεί τη λέξη ΑΡΧΕΛΩΝ. Στην οθόνη του υπολογιστή του εμφανίζεται η σελίδα με τα τηλέφωνα επικοινωνίας του Συλλόγου.

Παίρνει, λοιπόν, ο Γιώργης τηλέφωνο, το και το τους λέει.

-Λυπόμαστε πολύ, κύριε, του απαντά μια γλυκιά φωνή, δεν μπορούμε να σας βοηθήσομε. Εμείς είμαστε αρμόδιοι μόνο για τις χελώνες.

-Καλά, ρε παιδιά, το ξέρω, ανταπαντά ο Γιώργης. Σας πήρα τηλέφωνο για να μου πείτε μήπως ξέρετε αν υπάρχει κάποιος παρόμοιος σύλλογος με το δικό σας που να ασχολείται με την περίθαλψη των γαϊδουριών.

-Λυπόμαστε πολύ αλλά δεν ξέρομε. Αν μάθετε κάτι, ότι υπάρχει δηλαδή ο σύλλογος που ψάχνετε, αν έχετε την καλοσύνη, καλέστε μας ξανά για να μας δώσετε τα στοιχεία επικοινωνίας του για να μπορέσουμε μελλοντικά να εξυπηρετήσομε κάποιον άλλο με το ίδιο πρόβλημα.

Πήρε δύο – τρία άλλα τηλέφωνα ο Γιώργης, χωρίς αποτέλεσμα κι αυτά.
Τελικά παίρνει τη μεγάλη απόφαση: Ο γαϊδουράκος δεν μπορεί να μείνει με σπασμένα πόδια και να υποφέρει. Αφού δεν υπάρχει άλλη λύση, μια είναι η λύση, η ευθανασία.

Αρχίζει, λοιπόν, νέο κύκλο τηλεφωνικών συνδιαλέξεων με τους κτηνιάτρους του Ρεθύμνου.

-Το πήρα απόφαση, τους λέει. Δεν μπορώ να αφήσω το γάιδαρο να υποφέρει, αφού δεν υπάρχει γιατρειά. Θέλω να μου δώσετε μια ένεση να του κάνω ευθανασία, γιατί δεν μπορώ να τον σκοτώσω.

-Καημένε, του λένε, ενέσεις για ευθανασία σε γαιδάρους, δεν υπάρχουνε. Υπάρχουνε μόνο για σκύλους. Τι να σου πούμε τώρα, να πάρεις εκατό ενέσεις να του κάνεις;

Τι να κάνει, ο Γιώργης, τι να κάνει!! Παίρνει τηλέφωνο την γυναίκα του και της λέει τα καθέκαστα.

-Να πάρουμε τηλέφωνο στην Ελληνική Ομοσπονδία Άρσης Βαρών, να μας δώσουνε το τηλέφωνο της Σου Λη, ξέρεις της εκπροσώπου της Κινέζικης βιομηχανίας που προμήθευε τα απαγορευμένα αναβολικά στους Έλληνες αρσιβαρίστες και τους έπιασε η Γουάντα. Αυτοί, δεν μπορεί, θα έχουνε τη λύση. Με μια Courier το φάρμακο σε δυο μέρες θα έχει έρθει από την Κίνα.

-Παράτα με κι εσύ με την Τσου Λη σου. Άλλη δουλειά δεν θα ‘χουνε οι Κινέζοι παρά να ασχολούνται με το γάιδαρό μας.

Μετά από λίγη σκέψη, ο Γιώργης, με πόνο ψυχής, παίρνει τη μεγάλη απόφαση. Βρίσκει μια καραμπίνα, παίρνει μερικά φυσέκια και ξεκινά για το χωριό. Δυστυχώς δεν υπάρχει άλλη λύση.

Φτάνοντας ο Γιώργης στο χωριό, μόλις κατέβηκε από το αυτοκίνητο βλέπει τον καημένο τον γάιδαρο να κείτεται φαρδύς – πλατύς στην άσφαλτο αδύναμος και ανήμπορος να σηκωθεί.

Βουρκωμένος τον πλησιάζει, τον χαϊδεύει στο κεφάλι και τον λαιμό, όπως ήξερε ότι του άρεσε κι αρχίζει με πόνο ψυχής να του ψιθυρίζει κάτι στο αυτί, ζητώντας του συγγνώμη γι’ αυτό που θα επακολουθούσε, αλλά στην κατάσταση που ήτανε τώρα, δυστυχώς έτσι έπρεπε να γίνει.

Σε κάποια στιγμή δακρυσμένος σηκώνεται ο Γιώργης και με την καραμπίνα πυροβολεί τον γαϊδουράκο στο κεφάλι.

Όσα χρόνια κι αν περάσουν, ο Γιώργης δεν θα ξεχάσει το έκπληκτο βλέμμα του γαϊδάρου με τα μεγάλα ορθάνοικτα μάτια που δεν μπόρεσε να καταλάβει πως είναι δυνατό το χέρι που λίγα δευτερόλεπτα πριν τον χάιδευε τώρα ξερνούσε φωτιά και μολύβι στο κεφάλι του.
vangelisk
 
Δημοσιεύσεις: 608
Εγγραφή: 24 Αύγ 2007, 12:26
Τοποθεσία: Ρέθυμνο

Επιστροφή στο Ιστορίες

Μέλη σε σύνδεση

Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση: Δεν υπάρχουν εγγεγραμμένα μέλη και 8 επισκέπτες

cron